μισοπόνηρος — μῑσοπόνηρος , μισοπόνηρος hating knaves and knavery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοπονήρως — μῑσοπονήρως , μισοπόνηρος hating knaves and knavery adverbial μῑσοπονήρως , μισοπόνηρος hating knaves and knavery masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοπόνηρον — μῑσοπόνηρον , μισοπόνηρος hating knaves and knavery masc/fem acc sg μῑσοπόνηρον , μισοπόνηρος hating knaves and knavery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπόνηρος — ἡμιπόνηρος, ον (Α) εν μέρει πονηρός, μισοπόνηρος, ημιμόχθηρος* … Dictionary of Greek
μεσοπόνηρος — μεσοπόνηρος, ον (Μ) αυτός που είναι λίγο πονηρός, μισοπόνηρος … Dictionary of Greek
μισοπονηρία — μισοπονηρία, ἡ (Α) [μισοπόνηρος] 1. μίσος, απέχθεια για την πονηρία, για την κακία, για το κακό 2. μίσος εξαιτίας πονηρίας και κακίας … Dictionary of Greek
μισοπονηρώ — μισοπονηρῶ έω (Α) [μισοπόνηρος] 1. μισώ τους πονηρούς ή την πονηρία («ὁ μὲν οὖν δῆμος..., ἐμισοπονήρει, καὶ τοὺς πράξαντας ἐξήτει», Διόδ.) 2. μισώ εξαιτίας πονηρίας και κακίας … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
ՉԱՐԱՏԵԱՑ — (եցի, ցաց.) NBH 2 0570 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 13c ա. μισοπόνηρος nequitiae osor. Ատեցօղ զչար. բարեսէր. առաքինի. *Վասն ոնեայ քահանայապետի բարեպաշտ չարատեաց սրբութեանն: Ծուրացիքն չարատեացք առաւել եւս հանդերձեցին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μισοπονηρότατοι — μῑσοπονηρότατοι , μισοπόνηρος hating knaves and knavery masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)